- χηνοπλούματον
- και χηνόπλουμα, τὸ, Αστρώμα ή πάπλωμα με πούπουλα χήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Η γρφ. χηνόπλουμα θεωρείται λιγότερο πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηνόπλουμα — τὸ, Α βλ. χηνοπλούματον … Dictionary of Greek